- πενιχραλέος
- πενιχρ-ᾰλέος, α, ον, collat. form of πενιχρός, AP6.190 (Gaet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενιχραλέος — α, ον, Α πενιχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, ισχ αλέος)] … Dictionary of Greek
πενιχραλέον — πενιχραλέος masc acc sg πενιχραλέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)